5 Σεπ 2010

Η Απομυθοποίηση της Δημοκρατίας


Τρία κομμάτια από το ίδιο παζλ που, αν και φαινομενικά ανόμοια, συμμετέχουν στην απόδοση μιας ενιαίας εικόνας, αυτής της δημοκρατίας στον δυτικό κόσμο: Ηνωμένες Πολιτείες, Γαλλία, Ελλάδα. Κοινωνικοπολιτικά και περιβαλλοντικά γεγονότα που μπορεί να μην διαθέτουν την ίδια βαρύτητα στο πλαίσιο των παγκόσμιων εξελίξεων αλλά καταδεικνύουν με τον καλλίτερο τρόπο πλευρές της δημοκρατίας που οι απανταχού επαγγελματίες πολιτικοί θα προτιμούσαν να παραμείνουν αφανείς, ξεχασμένα ιστορικά αποτυπώματα στην προσέγγιση και την κριτική που άσκησαν στην αστική δημοκρατία διανοητές του μεγέθους του Ρουσσώ, του Μαρξ, του Νίτσε.

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού οι συζητήσεις έχουν πάρει φωτιά εξαιτίας της πρόθεσης του Μπάρακ Ομπάμα να προχωρήσει στην ανέγερση Τεμένους, στον περιβάλλοντα χώρο του «Σημείου Μηδέν», για τις λατρευτικές ανάγκες της εκεί ισλαμικής κοινότητας. Υποστηρικτές και πολέμιοι της προεδρικής θέσης ξεδιπλώνουν τα επιχειρήματά τους για το τι εστί αμερικανική ταυτότητα, αν μπορεί, ή όχι, να συμπεριλάβει το ισλαμικό στοιχείο και αν, τελικά, αρκεί μια άλλη ταυτότητα, η θρησκευτική των δραστών της 11/9, για να στιγματίσει ολόκληρο το Ισλάμ και να καταστήσει έτσι το «Σημείο Μηδέν» τόπο μαρτυρίου για την «αμερικανική χριστιανοσύνη».

Βέβαια, το ίδιο αυτό τελευταίο επιχείρημα, ανάποδα αναγνωσμένο, αποδίδει - παρατραβηγμένα αλλά με την ίδια παράλογη εγκυρότητα - το ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα: Ο ιερός πόλεμος που εδώ και χρόνια έχει εξαπολύσει η «καλή», «δημοκρατική», χριστιανική Δύση ενάντια στην «κακή», «θεοκρατική» μουσουλμανική Ανατολή είναι η αιτία που μπορεί να μην δικαιολογεί αλλά σίγουρα εξηγεί την επίθεση στους δίδυμους πύργους του Μανχάταν. Γιατί λοιπόν με αυτό το σκεπτικό να μην είναι το «Σημείο Μηδέν» τόπος μαρτυρίου για τους απανταχού μουσουλμάνους;

Εξίσου προβληματικό είναι και το γεγονός πως η τελική απόφαση, όπως πλειάδα μικρών ή μεγάλων ζητημάτων στο υπάρχον πολιτικό σύστημα, θα καθοριστεί από το δίπολο πλειοψηφία - μειοψηφία, με την πρώτη να επιβάλλει την άποψή της στη δεύτερη, μια επιβολή που αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της δημοκρατίας. Δεν έχει σημασία αν αυτός που θα επιβληθεί έχει το «δίκιο» με το μέρος του, Δημοκρατικός ή Ρεπουμπλικάνος, Χριστιανός ή Μουσουλμάνος. Η λογική της συναίνεσης, η κατανόηση, αποδοχή και εναγκαλισμός (και όχι απλά η ανοχή) του διαφορετικού, η εξοικείωση του καθενός με τον διπλανό του όχι μέσω της τηλεόρασης ή της πολιτικής προπαγάνδας αλλά στη βάση της καθημερινής προσωπικής τριβής απαιτούν μια κοινωνικοπολιτική στάση ζωής που σίγουρα δεν μπορεί να ανθίσει στο στείρο, ανταγωνιστικό και ιεραρχικό περιβόλι της αστικής δημοκρατίας.

Μιλώντας για ανοχή, η Γαλλική Δημοκρατία του σαρκοζικού βοναπαρτισμού βαδίζει με ηχηρά βήματα στο δρόμο που, εδώ και δύο χρόνια, έχουν χαράξει η Γερμανία, η Δανία και η Σουηδία. Μαζικές απελάσεις Ρομά με την πρόφαση της εγκληματικότητας και στιγματισμός εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων με μια λογική απόδοσης συλλογικής ευθύνης. Το λίκνο αυτής της πρακτικής απαντάται στη ναζιστική Γερμανία, όπου οι Εβραίοι, οι ομοφυλόφιλοι, οι Ρομά, διώκονταν για αυτό που αντιπροσώπευαν, για τον εκφυλισμό που, κατά τους «Άρειους», απέρρεε από το γεγονός της ίδιας τους της ύπαρξης. Στη σύγχρονη Γαλλία, οι απελάσεις δεν βασίζονται (δήθεν) στην κοινή συλλογική ταυτότητα των πληγέντων αλλά σε μεμονωμένες παραβατικές συμπεριφορές. Απλά «τυχαίνει» αυτά τα μεμονωμένα περιστατικά να αντιστοιχούν στην ίδια θρησκευτική ή εθνοτική ομάδα.

Οι ανταποκρίσεις από τη γαλλική επικράτεια αναφέρονται στην άνοδο της δημοτικότητας του Νικολά Σαρκοζί, εξαιτίας αυτών των μέτρων, με το μεγαλύτερο κομμάτι του γαλλικού πληθυσμού να επικροτεί την ρατσιστική πολιτική του. Αν δεχθούμε την αξιοπιστία αυτών των στατιστικών τότε ξαναβρίσκουμε μπροστά μας την τυραννική πλειοψηφία της δημοκρατίας, αυτή που στο όνομα της ασφάλειας μπορεί όχι μόνο να ανεχθεί αλλά και να εξαπολύσει επιθέσεις ενάντια σε όλα όσα αδυνατεί να κατανοήσει.

Στην ελληνική σκηνή, ένας βιότοπος στο Ρέθυμνο της Κρήτης, το φοινικόδασος της Πρέβελης, κάηκε ολοσχερώς μετατρέποντας σε κάρβουνο μια περιοχή με μεγάλη οικολογική σημασία και απαράμιλλη φυσική ομορφιά. Δε θα σταθώ στο αν επρόκειτο για εμπρησμό, ούτε και στην προσπάθεια των πυροσβεστών να αντιμετωπίσουν την καταστροφική φωτιά αλλά στη στάση των κατοίκων, των οποίων τόσο η αναποτελεσματική επιθυμία να συνδράμουν τις δυνάμεις πυρόσβεσης, όσο και η εκούσια αυτομετατροπή πολλών εξ αυτών σε παθητικούς δέκτες του καταστροφικού θεάματος πηγάζουν όχι απλά από τις αδυναμίες αλλά από την ίδια τη φύση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Στην πρώτη περίπτωση, όλοι αυτοί που επιδιώκουν έναν πιο ενεργό κοινωνικοπολιτικά ρόλο στα ζητήματα που αφορούν την ίδια τους την καθημερινότητα, ακόμα και σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όπως οι πυρκαγιές, είτε θα έρχονται αντιμέτωποι με το τέρας της γραφειοκρατίας είτε με την αναλγησία των «επαϊόντων». Στη δεύτερη περίπτωση, τα υποκείμενα έχουν ήδη προχωρήσει σε έναν αυτοευνουχισμό, αναγνωρίζοντας ολοκληρωτικά στο πρόσωπο κάποιων άλλων, «ειδικών», «εκλεγμένων», «πεφωτισμένων», το δικαίωμα και την ικανότητα να αποφασίσουν και να υλοποιήσουν για λογαριασμό τους τακτικές πάνω σε «καυτά» ζητήματα που αφορούν τον πυρήνα της ίδιας τους της ύπαρξης και επιβίωσης.

Κοινός παρανομαστής, λοιπόν, είναι η επιθυμία του συστήματος να διανείμει στην κοινωνία ρόλους διακριτούς, όχι όμως στη βάση μιας ισοδύναμης δραστηριοποίησης αλλά βάσει των δίπτυχων «εξουσία - υποτέλεια» και «κυβερνητική δράση - κοινωνική απάθεια», αναμασώντας φυσικά τα λογύδρια περί «κυρίαρχου λαού» και πετώντας ανά τετραετία το τυράκι του εκλογικού δικαιώματος, ως επισφράγιση της κυριαρχίας αυτής. Μόνο που η φάκα παραμένει.

Στο έργο τους «Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού», οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ ξετυλίγουν το κουβάρι της αθέατης αλλά τυραννικής κληρονομιάς του Αιώνα των Φώτων, που με τον ισχυρισμό της διάλυσης των προκαταλήψεων και των σκοταδιστικών μύθων γονιμοποίησε έναν μύθο νέο, κατά πολύ ισχυρότερο, αυτόν του «ορθού τρόπου σκέψης» και της «προόδου», που, σύμφωνα με τους συγγραφείς, οδήγησε μέχρι το Ολοκαύτωμα της ναζιστικής κυριαρχίας.
Η αστική δημοκρατία, γνήσιο τέκνο του Διαφωτισμού, έχει οικοδομήσει το δικό της μύθο, από την πνιγηρή αντεπαναστατική δράση των Ιακωβίνων στη Γαλλική Επανάσταση μέχρι «το τέλος της ιστορίας» του Φουκουγιάμα και ακόμα παραπέρα, στην «ορθολογική» αφαίμαξη του πλούτου των λαών και την «φωτισμένη» εξαθλίωση των κοινωνικών στρωμάτων εν ονόματι μνημονίων, κηδεμονιών και οικονομικών ανακάμψεων .

Το μείζον ζήτημα για τους λαούς της γης δεν είναι πλέον η επιτάχυνση αυτής της «αμαξοστοιχίας της προόδου» αλλά η εκτροπή της, όπως επισημαίνει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στις «Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας». Οι αφορμές - περιβαλλοντική καταστροφή, οικονομική λεηλασία, καταστολή των ελευθεριών - είναι παρούσες χρόνια τώρα. Τα εγχειρήματα δράσεων στηριγμένα στην αλληλεγγύη, την ελευθερία, την προστασία της φύσης και τον αμοιβαίο σεβασμό - Ζαπατίστας, Οαχάκα, εξέγερση και αυτοδιαχείριση εργοστασίων στην Αργεντινή το 2001, οι απελευθερωμένες πράσινες, κοινωνικοπολιτικές και καλλιτεχνικές ζώνες στις γειτονιές της πρωτεύουσας ως σπόροι της εξέγερσης του Δεκέμβρη ’08 στην Αθήνα, και τόσα άλλα - το ίδιο. Η απομυθοποίηση και η υπέρβαση της Δημοκρατίας δεν μπορεί παρά να αποτελούν προσωπική στάση ζωής.

2 Αυγ 2010

Η Σέχτα, η συνομωσιολογία και η «κακή συνείδηση»



Πολλά γράφτηκαν και ειπώθηκαν για τη Σέχτα Επαναστατών μετά τη δολοφονία του Σωκράτη Γκιόλια, ακόμα περισσότερα έπειτα από την ανάληψη ευθύνης από μέρους της οργάνωσης. Και χονδρικά, δύο μεγάλες κατηγορίες διαμορφώνονται στην κοινή γνώμη. Εκείνοι που ρητά εκφράζουν την απέχθεια και τον αποτροπιασμό τους για τη δράση των «τρομοκρατών» και κάποιοι που, λιγότερο ή περισσότερο συγκρατημένα, εκδηλώνουν μια συμπάθεια για αυτούς που εκδικούνται «στο όνομα των καταπιεσμένων», ειδικά στην παρούσα, χαλεπή, οικονομική περίοδο.
Ωστόσο, άπαντες διαπράττουν ένα σοβαρό λάθος, ανάλογα με το «στρατόπεδο» στο οποίο εντάσσονται.
Όλα τα σχόλια και οι θέσεις που καταδικάζουν τη Σέχτα βασίζονται είτε στην αδυναμία κατανόησης του πλαισίου δράσης της είτε στην προσφυγή σε σενάρια συνομωσιολογίας για την ανάμειξη πρακτόρων ή κρατικών προβοκατόρων στις ενέργειές της. Λογικό, εφόσον αδυνατούν να κατανοήσουν τι σημαίνει μια επαναστατική οργάνωση να ασπάζεται μια μηδενιστική φιλοσοφία. Σε αυτό μπορεί να βοηθήσει η προσεκτική ανάγνωση των μέχρι τώρα προκηρύξεών της, μέσα από τις οποίες καθίσταται σαφές το όραμα της καταστροφής τής υπάρχουσας κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας, με όλα τα μέσα, με λύσσα και αφοσίωση, χωρίς δισταγμό, και με αόριστες - σχεδόν ανύπαρκτες - αναφορές σε μια αυριανή ουτοπία.
Το μέγεθος της κλίμακας στην οποία επιζητούν να επιβάλλουν τις ανατροπές τους αρκεί για να τους χαρακτηρίσουμε επαναστάτες. Τα μέσα που επιλέγουν και το προβάδισμά στην αποδόμηση φτάνει για να τους εντάξουμε στους μηδενιστές. Αυτό λοιπόν που οφείλει να κατανοήσει η πλευρά της κοινής γνώμης που φρίττει και απορεί - και που έχει φτάσει στο σημείο, αυτοαναιρούμενη, να αναπολεί την «πολιτική καθαρότητα» και το «φιλότιμο» ομάδων όπως η 17Ν ή ο Ε.Λ.Α. - είναι ότι ουδέποτε στην ιστορία μηδενιστικές επαναστατικές ομάδες ενέταξαν τη δράση τους στα πλαίσια της «πολιτικής του αιτήματος» και της συνδιαλλαγής με την εξουσία. Αυτός που μισεί, που ζητά να αποδομήσει, που δεν θεωρεί εαυτόν κομμάτι του συνόλου θα ήταν το λιγότερο ασυνεπής αν δεν προέβαινε στην προσπάθεια της απευθείας και ολικής καταστροφής των δομών στις οποίες αντιτίθεται, χωρίς δευτερολογίες, διαλόγους και διαπραγματεύσεις.
Επιπλέον, αυτή ακριβώς η ορμητική και απόλυτη καταστροφική δράση, σε συνδυασμό με την αδυναμία εμπέδωσης του τι σημαίνει επαναστατικός μηδενισμός, οδηγεί πολλούς στο συμπέρασμα πως η Σέχτα αποτελεί προπύργιο πρακτόρων που αποβλέπουν στο να βλάψουν και να εκθέσουν τη χώρα, να αποπροσανατολίσουν το λαό από τα φλέγοντα προβλήματα κ.λ.π. Όμως, το ερώτημα πάνω στο οποίο βασίζεται αυτή η συλλογιστική, και που είναι το «ποιός ωφελείται από την τάδε ή τη δείνα πράξη», μπορεί να είναι αρκετό για τον Ηρακλή Πουαρό στα αστυνομικά μυθιστορήματα της Αγκάθα Κρίστι, αλλά όχι και για την κατά πολύ πιο σύνθετη πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα: ο εχθρός του εχθρού μου δεν είναι απαραίτητα φίλος μου, και πολύ συχνά μια πράξη μπορεί να επιφέρει εξίσου «χρήσιμα» αποτελέσματα σε δύο στρατόπεδα που ουδεμία συνεργασία ή σχέση έχουν, που κάλλιστα μπορούν να θεωρούνται και να είναι εχθρικά. Μια πιθανή ανάμειξη εγχώριων και αλλοδαπών πρακτόρων στη δραστηριότητα της Σέχτας δεν μπορεί φυσικά να απορριφθεί. Αλλά σίγουρα δεν δύναται και να καταδειχθεί βάσει της παραπάνω συλλογιστικής.
Από την άλλη πλευρά στέκονται εκείνοι που με μια κρυφή αγαλλίαση καλωσορίζουν τη δράση της Σέχτας ως τη ρομφαία που θα βάλει στη θέση τους αυτούς που, αδιαμφισβήτητα, χρόνια και χρόνια τώρα τρώνε, πίνουν και πατάνε πάνω στα κουφάρια βιοπαλαιστών. Αυτούς που, όπως πολύ εύστοχα σημειώνεται στην τελευταία προκήρυξη, επικαλούνται δακρύβρεχτα την απόλυτη αξία και την ιερότητα της ανθρώπινης ζωής επιλεκτικά και κατά περίπτωση. Όμως και εδώ οδηγούμαστε σε ένα πολύ επικίνδυνο μονοπάτι.
Στη Γενεαλογία της Ηθικής, ο Φρειδερίκος Νίτσε μιλά για όλους εκείνους τους αδύναμους, τους παραιτημένους από τη ζωή, αυτούς που οι κοινωνικές συμβάσεις και απαγορεύσεις ή η ανικανότητα να δράσουν για λογαριασμό του εαυτού τους, τους οδήγησε στον σχηματισμό μιας εσωτερικής, «κακής συνείδησης», καταπιεσμένης και διαβρωμένης από το δηλητήριο της εκδίκησης και της μνησικακίας. Αποτέλεσμα αυτής της ψυχικής κατάστασης είναι ο πλήρης ετεροπροσδιορισμός και η εξάρτηση, αφού πλέον κανένας δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του ή την εκπλήρωση των επιθυμιών του, αλλά περιμένει από κάποιον άλλον να εκδικηθεί για λογαριασμό του, να κάνει το βήμα που εκείνος δεν τολμά και, πιθανότατα, ποτέ δεν θα τολμήσει να κάνει. Έτσι μοιάζουν και όλοι αυτοί που στο πρόσωπο μιας Σέχτας αναγνωρίζουν τον προσωπικό τους εκδικητή. Φορείς μιας κακής και άσχημης συνείδησης που ευνουχίζει οποιαδήποτε πρωτοβουλία και ανατρεπτική ή απελευθερωτική δράση.
Επιπρόσθετα, η προβολή κάθε ελπίδας για αλλαγή, δικαιοσύνη και αποκατάσταση πάνω σε μια ομάδα, πρόσωπο, κόμμα ή οτιδήποτε αποτελεί «σεχταρισμένο» μέρος ενός όλου, δεν μπορεί παρά να προετοιμάζει από σήμερα τις νέες ολιγαρχίες ενός ανέξοδου αύριο. Η χειραφέτηση των υποκειμένων της βιοπάλης, των εκμεταλλευόμενων και των αδυνάτων δεν μπορεί παρά να αποτελέσει έργο αυτών των ιδίων. Αλλιώς, θα ξαναβρεθούμε θεατές στο ίδιο έργο, με τη συνήθη κατάληξη για τις τόσες και τόσες εξεγέρσεις και ανατροπές της ιστορίας που εναπόθεσαν τη δημιουργικότητα και τις ελπίδες τους σε έναν Στρατηγό, σε έναν Αυτοκράτορα, σε ένα Κόμμα...
Κλείνω με μια απαραίτητη διευκρίνηση. Η έντεχνη προσπάθεια άμεσης συσχέτισης της Σέχτας Επαναστατών με τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο προδίδει την ασίγαστη ανησυχία του πολιτικού συστήματος και της συντριπτικής πλειοψηφίας των μέσων (παρα)πληροφόρησης για το μοναδικό, ίσως, κομμάτι της κοινωνίας που τόσο θεωρητικά όσο και στην πράξη έχει συλλάβει τις παραπάνω παρανοήσεις και αντιφάσεις, και μέσα από την πρακτική του δίνει και τις κατάλληλες απαντήσεις. Μπορεί ο μηδενισμός ως ρεύμα να εντοπίζεται μέσα στην ιστορική διαδρομή του αναρχικού κινήματος, ωστόσο η κεκτημένης ταχύτητας συσχέτιση μιας ομάδας που δρα σεχταριστικά, «πεφωτισμένα» και με εξαγιασμένα μέσα, με τον αναρχικό χώρο, ή και με αυτήν ακόμα την εξέγερση του Δεκέμβρη ’08, ακυρώνει, αφελώς ή ιδιοτελώς, την ουσία και τους αγώνες αυτής της ιστορικής διαδρομής, προς όφελος της προπαγάνδας, του τρόμου και της παραπληροφόρησης.