2 Αυγ 2010

Η Σέχτα, η συνομωσιολογία και η «κακή συνείδηση»



Πολλά γράφτηκαν και ειπώθηκαν για τη Σέχτα Επαναστατών μετά τη δολοφονία του Σωκράτη Γκιόλια, ακόμα περισσότερα έπειτα από την ανάληψη ευθύνης από μέρους της οργάνωσης. Και χονδρικά, δύο μεγάλες κατηγορίες διαμορφώνονται στην κοινή γνώμη. Εκείνοι που ρητά εκφράζουν την απέχθεια και τον αποτροπιασμό τους για τη δράση των «τρομοκρατών» και κάποιοι που, λιγότερο ή περισσότερο συγκρατημένα, εκδηλώνουν μια συμπάθεια για αυτούς που εκδικούνται «στο όνομα των καταπιεσμένων», ειδικά στην παρούσα, χαλεπή, οικονομική περίοδο.
Ωστόσο, άπαντες διαπράττουν ένα σοβαρό λάθος, ανάλογα με το «στρατόπεδο» στο οποίο εντάσσονται.
Όλα τα σχόλια και οι θέσεις που καταδικάζουν τη Σέχτα βασίζονται είτε στην αδυναμία κατανόησης του πλαισίου δράσης της είτε στην προσφυγή σε σενάρια συνομωσιολογίας για την ανάμειξη πρακτόρων ή κρατικών προβοκατόρων στις ενέργειές της. Λογικό, εφόσον αδυνατούν να κατανοήσουν τι σημαίνει μια επαναστατική οργάνωση να ασπάζεται μια μηδενιστική φιλοσοφία. Σε αυτό μπορεί να βοηθήσει η προσεκτική ανάγνωση των μέχρι τώρα προκηρύξεών της, μέσα από τις οποίες καθίσταται σαφές το όραμα της καταστροφής τής υπάρχουσας κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας, με όλα τα μέσα, με λύσσα και αφοσίωση, χωρίς δισταγμό, και με αόριστες - σχεδόν ανύπαρκτες - αναφορές σε μια αυριανή ουτοπία.
Το μέγεθος της κλίμακας στην οποία επιζητούν να επιβάλλουν τις ανατροπές τους αρκεί για να τους χαρακτηρίσουμε επαναστάτες. Τα μέσα που επιλέγουν και το προβάδισμά στην αποδόμηση φτάνει για να τους εντάξουμε στους μηδενιστές. Αυτό λοιπόν που οφείλει να κατανοήσει η πλευρά της κοινής γνώμης που φρίττει και απορεί - και που έχει φτάσει στο σημείο, αυτοαναιρούμενη, να αναπολεί την «πολιτική καθαρότητα» και το «φιλότιμο» ομάδων όπως η 17Ν ή ο Ε.Λ.Α. - είναι ότι ουδέποτε στην ιστορία μηδενιστικές επαναστατικές ομάδες ενέταξαν τη δράση τους στα πλαίσια της «πολιτικής του αιτήματος» και της συνδιαλλαγής με την εξουσία. Αυτός που μισεί, που ζητά να αποδομήσει, που δεν θεωρεί εαυτόν κομμάτι του συνόλου θα ήταν το λιγότερο ασυνεπής αν δεν προέβαινε στην προσπάθεια της απευθείας και ολικής καταστροφής των δομών στις οποίες αντιτίθεται, χωρίς δευτερολογίες, διαλόγους και διαπραγματεύσεις.
Επιπλέον, αυτή ακριβώς η ορμητική και απόλυτη καταστροφική δράση, σε συνδυασμό με την αδυναμία εμπέδωσης του τι σημαίνει επαναστατικός μηδενισμός, οδηγεί πολλούς στο συμπέρασμα πως η Σέχτα αποτελεί προπύργιο πρακτόρων που αποβλέπουν στο να βλάψουν και να εκθέσουν τη χώρα, να αποπροσανατολίσουν το λαό από τα φλέγοντα προβλήματα κ.λ.π. Όμως, το ερώτημα πάνω στο οποίο βασίζεται αυτή η συλλογιστική, και που είναι το «ποιός ωφελείται από την τάδε ή τη δείνα πράξη», μπορεί να είναι αρκετό για τον Ηρακλή Πουαρό στα αστυνομικά μυθιστορήματα της Αγκάθα Κρίστι, αλλά όχι και για την κατά πολύ πιο σύνθετη πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα: ο εχθρός του εχθρού μου δεν είναι απαραίτητα φίλος μου, και πολύ συχνά μια πράξη μπορεί να επιφέρει εξίσου «χρήσιμα» αποτελέσματα σε δύο στρατόπεδα που ουδεμία συνεργασία ή σχέση έχουν, που κάλλιστα μπορούν να θεωρούνται και να είναι εχθρικά. Μια πιθανή ανάμειξη εγχώριων και αλλοδαπών πρακτόρων στη δραστηριότητα της Σέχτας δεν μπορεί φυσικά να απορριφθεί. Αλλά σίγουρα δεν δύναται και να καταδειχθεί βάσει της παραπάνω συλλογιστικής.
Από την άλλη πλευρά στέκονται εκείνοι που με μια κρυφή αγαλλίαση καλωσορίζουν τη δράση της Σέχτας ως τη ρομφαία που θα βάλει στη θέση τους αυτούς που, αδιαμφισβήτητα, χρόνια και χρόνια τώρα τρώνε, πίνουν και πατάνε πάνω στα κουφάρια βιοπαλαιστών. Αυτούς που, όπως πολύ εύστοχα σημειώνεται στην τελευταία προκήρυξη, επικαλούνται δακρύβρεχτα την απόλυτη αξία και την ιερότητα της ανθρώπινης ζωής επιλεκτικά και κατά περίπτωση. Όμως και εδώ οδηγούμαστε σε ένα πολύ επικίνδυνο μονοπάτι.
Στη Γενεαλογία της Ηθικής, ο Φρειδερίκος Νίτσε μιλά για όλους εκείνους τους αδύναμους, τους παραιτημένους από τη ζωή, αυτούς που οι κοινωνικές συμβάσεις και απαγορεύσεις ή η ανικανότητα να δράσουν για λογαριασμό του εαυτού τους, τους οδήγησε στον σχηματισμό μιας εσωτερικής, «κακής συνείδησης», καταπιεσμένης και διαβρωμένης από το δηλητήριο της εκδίκησης και της μνησικακίας. Αποτέλεσμα αυτής της ψυχικής κατάστασης είναι ο πλήρης ετεροπροσδιορισμός και η εξάρτηση, αφού πλέον κανένας δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του ή την εκπλήρωση των επιθυμιών του, αλλά περιμένει από κάποιον άλλον να εκδικηθεί για λογαριασμό του, να κάνει το βήμα που εκείνος δεν τολμά και, πιθανότατα, ποτέ δεν θα τολμήσει να κάνει. Έτσι μοιάζουν και όλοι αυτοί που στο πρόσωπο μιας Σέχτας αναγνωρίζουν τον προσωπικό τους εκδικητή. Φορείς μιας κακής και άσχημης συνείδησης που ευνουχίζει οποιαδήποτε πρωτοβουλία και ανατρεπτική ή απελευθερωτική δράση.
Επιπρόσθετα, η προβολή κάθε ελπίδας για αλλαγή, δικαιοσύνη και αποκατάσταση πάνω σε μια ομάδα, πρόσωπο, κόμμα ή οτιδήποτε αποτελεί «σεχταρισμένο» μέρος ενός όλου, δεν μπορεί παρά να προετοιμάζει από σήμερα τις νέες ολιγαρχίες ενός ανέξοδου αύριο. Η χειραφέτηση των υποκειμένων της βιοπάλης, των εκμεταλλευόμενων και των αδυνάτων δεν μπορεί παρά να αποτελέσει έργο αυτών των ιδίων. Αλλιώς, θα ξαναβρεθούμε θεατές στο ίδιο έργο, με τη συνήθη κατάληξη για τις τόσες και τόσες εξεγέρσεις και ανατροπές της ιστορίας που εναπόθεσαν τη δημιουργικότητα και τις ελπίδες τους σε έναν Στρατηγό, σε έναν Αυτοκράτορα, σε ένα Κόμμα...
Κλείνω με μια απαραίτητη διευκρίνηση. Η έντεχνη προσπάθεια άμεσης συσχέτισης της Σέχτας Επαναστατών με τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο προδίδει την ασίγαστη ανησυχία του πολιτικού συστήματος και της συντριπτικής πλειοψηφίας των μέσων (παρα)πληροφόρησης για το μοναδικό, ίσως, κομμάτι της κοινωνίας που τόσο θεωρητικά όσο και στην πράξη έχει συλλάβει τις παραπάνω παρανοήσεις και αντιφάσεις, και μέσα από την πρακτική του δίνει και τις κατάλληλες απαντήσεις. Μπορεί ο μηδενισμός ως ρεύμα να εντοπίζεται μέσα στην ιστορική διαδρομή του αναρχικού κινήματος, ωστόσο η κεκτημένης ταχύτητας συσχέτιση μιας ομάδας που δρα σεχταριστικά, «πεφωτισμένα» και με εξαγιασμένα μέσα, με τον αναρχικό χώρο, ή και με αυτήν ακόμα την εξέγερση του Δεκέμβρη ’08, ακυρώνει, αφελώς ή ιδιοτελώς, την ουσία και τους αγώνες αυτής της ιστορικής διαδρομής, προς όφελος της προπαγάνδας, του τρόμου και της παραπληροφόρησης.