Κρίση, φτώχεια, μιζέρια,
εξαθλίωση, νέμεση, αλλαγή, αναδιοργάνωση, αντίσταση, εξέγερση…Σκόρπιες λέξεις
που καιρό τώρα προσπαθούν να περιγράψουν, να ξορκίσουν, να εξηγήσουν και να
ξεπεράσουν μια συνθήκη παγκόσμιου βεληνεκούς η οποία πλέον «στρογγυλοκάθεται» (και)
στα σαλόνια του «πρώτου κόσμου».
Η
οικονομική κρίση είναι μια φαινομενικότητα τόσο πραγματική όσο και κάθε γεγονός
του οποίου οι διφορούμενες και εν πολλοίς αμφισβητήσιμες γενικές επιδράσεις δεν
αποκλείουν την καθολική διαφέντευση των ατομικών μας ζωών. Είναι μια
πραγματικότητα τόσο φαινομενική όσο και κάθε αναστρέψιμο, μικρό ή μεγάλο,
συμβάν στην προσωπική μας καθημερινότητα.
Η «πραγματική
φαινομενικότητα» της οικονομικής κρίσης έγκειται στις συγκεκριμένες συνέπειες
λειτουργίας ενός έμψυχου μηχανισμού που διέπεται από κανόνες, πρωτόκολλα, στόχους
και, πάνω από όλα, συγκεκριμένες διαπροσωπικές σχέσεις – προκαθορισμένες εντός
ενός συγκεκριμένου πλαισίου, εν είδει κοινωνικής νόρμας και αποτελέσματος ενός
εξελικτικού ντετερμινισμού. Ένα «παιχνίδι» που βασίζεται στη δική του εσωτερική
λογική, αναπτύσσεται μέσω αυτής και αναπαράγεται διαπλέκοντας τις ζωές, τις
επιθυμίες, τις ενεργητικότητες των «παικτών» σε τύπους σχέσεων που θα του
επιτρέψουν να αποκρύψει τη φύση της καταγωγής του και από ανατρέψιμη συνθήκη να
αναβαπτιστεί σε αναπόδραστη πραγματικότητα.
Η «φαινομενική
πραγματικότητα» της οικονομικής κρίσης έγκειται στην διαφορετική αντίληψη,
βίωση και αντιμετώπισή της από διαφορετικούς τύπους βούλησης. Ανάμεσα στους
«παίχτες» υπάρχουν εκείνοι που αναγνωρίζουν το «παιχνίδι» ως τέτοιο. Δεν
παρασύρονται από τις δογματικές-οντολογικές του σειρήνες και δεν λησμονούν τη
δυνατότητα ανατροπής του. Εισέρχονται στο «παιχνίδι» με ποικίλες προθέσεις –
ανάγκη επιβίωσης, κοινωνική ανέλιξη, δημιουργικότητα, κυριαρχία – οι οποίες
κορυφώνονται με την πρόθεση πραγμάτωσης ή αποσόβησης αυτής της ανατρεπτικής
δυνατότητας. Ανάμεσα, λοιπόν, στους πολέμιους και τους θεματοφύλακες του
καπιταλισμού υπάρχουν εκείνοι που μέσω μιας γενεαλογικής διαδικασίας έχουν
εντοπίσει τη φαινομενική πραγματικότητά του, την διαιώνισή του ως σχεσιακή
συνθήκη και όχι ως ντετερμινιστική αυθυπαρξία.
Συντασσόμενοι
ανεπιφύλακτα στο πλευρό των πρώτων καλούμαστε να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα
και να καταδείξουμε τη μερικότητα της «ριζοσπαστικής» γενεαλογικής μεθόδου.
Διότι γενεαλογία δεν σημαίνει απλά την ανάδειξη της καταγωγής συγκεκριμένων
αξιών και συνθηκών – αποκαλύπτοντας έτσι τη φαινομενικότητα της φύσης τους –
αλλά και τον εντοπισμό των δυνάμεων-σχέσεων που σφετερίζονται αυτές τις
αξίες/συνθήκες.
Η θέση της
παρούσας συλλογιστικής είναι πως η μη ολοκλήρωση της γενεαλογικής διαδικασίας,
άρα η μη μεταστοιχείωση των σχέσεων που παράγουν συγκεκριμένες αξίες/συνθήκες,
όχι μόνο δεν δύναται να οδηγήσει στην ανατροπή των κανόνων του «παιχνιδιού»
αλλά λειτουργεί και σαν εκτονωτική βαλβίδα εντός μιας διαλεκτικής σχέσης που
τους ανασυνθέτει.
Τα τελευταία τέσσερα
χρόνια, με την κλιμάκωση της οικονομικής κρίσης, τις απανταχού συγκρουσιακές
μητροπολιτικές εξεγέρσεις, τους πειραματισμούς με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες
και την άρνηση των υπαρχουσών πολιτικών δομών το ερώτημα που τέθηκε και
τίθεται, ρητά ή άρρητα, είναι η δυνατότητα μιας ουτοπίας και οι όροι επίτευξής
της.
Το ερώτημα
αυτό πήρε ταυτόχρονα και πολλαπλές μορφές δυνάμει απαντήσεων μέσω, λιγότερο ή
περισσότερο, βραχυπρόθεσμων πρακτικών ορισμένης, μεγαλύτερης ή μικρότερης,
εμβέλειας (Δεκέμβρης 2008, συνελεύσεις και δράσεις στις γειτονιές και τις
πλατείες, κατάληψη και αξιοποίηση εγκαταλελειμμένων χώρων κ.ά.), με μια
παράλληλη, ενδιαφέρουσα ενδοσκόπηση των κοινωνικών υποκειμένων.
Η κρίση και οι
απτές, βίαιες αλλαγές που επέφερε στη ζωή μας ήρθαν να εξαγιάσουν και να
εντείνουν τη χρόνια και ύπουλη κλιμάκωση του κοινωνικού πολέμου στο επίπεδο των
ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών (ουσιαστική ποινικοποίηση πολιτικών
απόψεων, «κατάργηση» του τεκμηρίου της αθωότητας, δημόσια διαπόμπευση
συλληφθέντων στη διάρκεια συγκρουσιακών διαδηλώσεων), την εργασιακή και
κοινωνική εκμετάλλευση (κατάργηση συλλογικών συμβάσεων, εξόφθαλμη κρατική ανοχή
στις κατά συρροή νομικές παραβιάσεις αφεντικών εις βάρος εργαζομένων, ισοπέδωση
μισθών και συντάξεων), τη λεηλασία κοινωνικών αγαθών (παιδεία, υγειονομική
περίθαλψη), τα οποία αν και θεωρούνται «κοινωνικές κατακτήσεις» δεν έπαψαν ποτέ
να αποτελούν εμπορεύσιμο είδος για το κράτος το οποίο αποφάσισε να τα απαξιώσει
ακόμα και σε αυτό το επίπεδο της μονεταριστικής του λογικής μην αποδίδοντας
στους υπηκόους του το αντάλλαγμα για τις διαρκείς φορολογικές καταληστεύσεις.
Όλα τα
παραπάνω έθεσαν επί τάπητος, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, ζητήματα που ως τότε θεωρούνταν «λυμένα» – η κοινοβουλευτική
δημοκρατία και ο καπιταλισμός ως οι μοναδικές ρεαλιστικές λύσεις σε πολιτικό
και οικονομικό επίπεδο, ή μετατοπισμένα σε έναν παροντικό/μελλοντικό χωροχρόνο
– η δυνατότητα ενός επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, μια ουτοπία.
Όσο και αν δεν
μπορούμε να αποκλείσουμε τη συμμετοχή υποκειμένων διαφόρων πολιτικών
προελεύσεων, ακόμα και «απολιτίκ», σε αυτές τις ζυμώσεις θα ήταν άστοχο να μην αποδώσουμε,
σχεδόν ολοκληρωτικά, στους κόλπους της αριστεράς και του αναρχικού/ελευθεριακού
(α/ε) χώρου τη διαχρονική κυοφορία ουτοπικών ιδεών και την προσπάθεια
πραγμάτωσής τους. Ωστόσο, οι θεωρητικές και πρακτικές διαφορές των εκατέρωθεν
ουτοπικών συλλήψεων καταδεικνύουν τις δυνάμεις που σφετερίζονται τις ουτοπικές
αυτές αξίες αποκαλύπτοντας έτσι τόσο τις αδυναμίες όσο και τις προοπτικές τους.
Έπειτα
από την ήττα στον εμφύλιο, και κυρίως μετά την «καραμανλική» νομιμοποίησή της,
η αριστερά, σχεδόν στο σύνολό της, απεμπόλησε το επαναστατικό/εξεγερσιακό της
όραμα παρασυρόμενη από το ρεύμα του ρεφορμισμού που την οδήγησε στη μέγγενη της
αστικής δημοκρατίας. Έτσι, ο αριστερός πολιτικός χώρος θα μπορούσε χονδρικά να
διακριθεί σε αυτούς που βρίσκονται μέσα στο κοινοβούλιο και σε εκείνους
που…προσπαθούν να εισέλθουν σε αυτό! Η πρόσδεση στο άρμα της εκλογικής
διαδικασίας και η άρρητη υπογραφή δηλώσεων νομιμοφροσύνης (οι θεατρινίστικες
«έκνομες» ενέργειες του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν είναι παρά το κουτόχορτο με
το οποίο η «πεφωτισμένη» ηγεσία ταΐζει τη βάση του) είναι η μεγαλύτερη και
ντροπιαστικότερη ήττα (περισσότερο και από τη Συμφωνία της Βάρκιζας) που υπέστη
η αριστερά, αφού η απορρόφηση από το πολιτικό σύστημα αναδύει με κάθε ευκαιρία
τα χαρακτηριστικά του νέου αγώνα της: πολιτική αντί κοινωνικής επανάστασης,
απογείωση της ντετερμινιστικής οπτικής για τα πράγματα και καθαγιασμός των
μέσων για την επίτευξη ενός σκοπού, αγνώστου χωροχρονικής τοποθέτησης.
Οι
αριστερές (εξω)κοινοβουλευτικές δυνάμεις, κομμουνιστικές και
σοσιαλδημοκρατικές, αντιμετωπίζουν την παρούσα οικονομική κρίση ως κρίση ενός
οικονομικού συστήματος που πρέπει είτε να ανατραπεί είτε να μεταρρυθμιστεί.
Αφήνοντας έξω τη δεύτερη κατηγορία, μιας και το ζήτημα ενός ανθρωπιστικού
καπιταλισμού δεν μπορεί πλέον ούτε μεταφυσικά να δικαιολογηθεί, θα επικεντρωθώ
στον γενεαλογικό εντοπισμό της βάσης στην οποία ακουμπά η πρακτική των
αριστερών συνιστωσών που στοχεύουν στην πολιτική επανάσταση. Τα χαρακτηριστικά
της βάσης αυτής είναι τρία: επικέντρωση στην οικονομία,
ντετερμινιστική/προοδευτική/γραμμική θεώρηση της επαναστατικής διαδικασίας και
χρήση αμφιλεγόμενων μέσων για την επίτευξη του στόχου.
Η
πρόσληψη του ανθρώπου ως οικονομικού, κατά κύριο λόγο, όντος δεν σκιαγραφεί
απλά το πλαίσιο μιας άκαμπτης ουσιοκρατικής αντίληψης αλλά παραβλέπει και τα
ιστορικά αποτελέσματα «απελευθερωτικών» εγχειρημάτων (με εξέχουσα την
Οκτωβριανή Επανάσταση) που βασίστηκαν στην αντίληψη αυτή, θυσιάζοντας στο βωμό
της παραγωγής κάθε απελευθερωτική προσδοκία αλλά και προοπτική. Η αναγωγή όλων
των δυνατοτήτων, συναισθημάτων, παθών και βουλητικών εκρήξεων σε οικονομικές
σχέσεις όχι μόνο οδήγησε σε μια εκχυδαϊσμένη, υλιστική θεώρηση του ανθρώπου
αλλά ουσιαστικά κατέστησε το δίπολο κυρίαρχου/κυριαρχούμενου εντελώς
μονοδιάστατο υποτιμώντας την προέλαση της κυριαρχίας στα πεδία του φύλου, της καταγωγής,
της αυθεντίας, της φυσικής δύναμης κλπ.
Μια τέτοια οικονομίστικη θεώρηση δεν μπορεί ποτέ να είναι απελευθερωτική. Κι
αυτό γιατί καλεί μεν στην ανατροπή της παρούσας οικονομικής σχέσης εξουσίας,
οραματίζεται δε την πραγμάτωση μιας εργατικής εξουσίας (αφήνω στην άκρη τον ασαφή
και προβληματικό όρο «εργάτης» αλλά και τους ποικίλους αποκλεισμούς που
προκαλεί η εμμονή σε μια τέτοια ταυτότητα), διατηρώντας τήν μονοσήμαντη και
περιορισμένη σύλληψη του ανθρώπου ως εργάτη και παραγωγού πλούτου.
Επιπλέον, η οικονομική αυτή θεώρηση
εξέθρεψε τον λεγόμενο «επιστημονικό σοσιαλισμό», δηλαδή τον εντοπισμό, τη
μελέτη και την αντιμετώπιση της κοινωνικής/πολιτικής/οικονομικής ανισότητας και
εκμετάλλευσης με κριτήρια «επιστημονικά» και «ορθολογιστικά» σύμφωνα με την
ντετερμινιστική εκδοχή του δυτικού επιστημονικού προτύπου. Η επαναστατική
διαδικασία, λοιπόν, δεν αναλύεται απλώς με οικονομικούς, κατά βάση, όρους αλλά
και οδηγεί «αναπόφευκτα» στην κομμουνιστική κοινωνία, περνώντας πρώτα από τα
απαραίτητα ιστορικά, ενδιάμεσα, στάδια με καύσιμη ύλη την ταξική πάλη. Βέβαια,
το «αναπόφευκτο» αυτό της επανάστασης όχι μόνο δεν έδρασε
ενδυναμωτικά/επιβεβαιωτικά για τις δυνάμει εξεγερμένες μάζες αλλά οδήγησε και
στην αποχαύνωσή τους, μετατρέποντας την άγρια ταξική αντιπαράθεση του 19ου
(κατά κύριο λόγο) και πρώιμου 20ου αιώνα σε εναπόθεση ελπίδων στα
εκλογικά πανηγύρια της αστικής δημοκρατίας και στις θεατρινίστικες διεκδικήσεις
των αυστηρά ιεραρχικών, γραφειοκρατικών και ρεφορμιστικών εργατικών συνδικάτων.
Έτσι, η ουτοπία της απελευθερωμένης κοινωνίας μεταφέρθηκε σε έναν απροσδιόριστο
μελλοντικό χρόνο αδυνατώντας να αξιοποιήσει τη δυνατότητα πραγμάτωσης που κατά
καιρούς της προσέφεραν οι ανά τον κόσμο εξεγέρσεις οι οποίες καταπνίγηκαν,
αγνοήθηκαν ή λοιδορήθηκαν στο όνομα των «μη ώριμων για την επανάσταση»
συνθηκών.
Κατά
τρίτον, η εσαεί μετάθεση της επανάστασης σε ένα απροσδιόριστο μέλλον, σε
συνδυασμό με τα ενδιάμεσα στάδια που θα πρέπει η ανθρωπότητα να περάσει μέχρι
να φτάσει εκεί, οδήγησαν στην επί δεκαετίες κατάπτυστη εκμετάλλευση των μαζών
από τους ίδιους τους «πεφωτισμένους» και «πρωτοπόρους» τους σωτήρες. Η
(προ)επαναστατική διαδικασία απαιτεί θυσίες, όχι στο πλαίσιο κοινών αγώνων
συμβατών με τους σκοπούς μιας επανάστασης αλλά υπό το πρίσμα μιας οργουελικής
«φάρμας των ζώων»: «Όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά μερικά ζώα είναι πιο ίσα από τα
άλλα». Έτσι, δεν είναι τα μέσα που ευθυγραμμίζονται με το σκοπό αλλά ένας
αφηρημένος (μελλοντικός) σκοπός που αγιάζει τα πιο συγκεκριμένα (παροντικά),
και ασύμβατα με αυτόν, μέσα. Και τι δεν έχουμε δει να εκτυλίσσεται «για χάρη»
της απελευθερωμένης κοινωνίας: διώξεις και δολοφονίες, σκληρές ιεραρχίες,
δογματισμούς, άσκηση εξουσίας, ψηφοθηρία, «επαναστατικά» προνόμια και μονοπώλια,
ανίερες συνεργασίες, ουσιαστική ενσωμάτωση στην καπιταλιστική και
αστικοδημοκρατική μηχανή. Όλα για χάρη της επανάστασης περιμένοντας με
βεβαιότητα τις συνθήκες να «ωριμάσουν», κάπως, κάπου, κάποτε…
Η
«επαναστατική» αριστερά, λοιπόν, μπορεί να έχει εντοπίσει τη φαινομενικότητα
της κρίσης, να έχει «διαβάσει» τη δυνατότητα και την ανάγκη ανατροπής του
καπιταλιστικού πλαισίου αλλά το παραπάνω τρίπτυχο (οικονομισμός,
ντετερμινισμός, αγιοποίηση μέσων) την καθηλώνει τόσο στον ελλιπή προσδιορισμό
των γενεαλογικών αξιών και των δυνάμεων που τις σφετερίζονται, όσο και στην
αδυναμία μεταστοιχείωσής τους για μια πραγματική ανατροπή του υπάρχοντος
σκηνικού.
Από
την άλλη πλευρά βρίσκεται ο α/ε χώρος. Τι είναι αυτό που τον διαφοροποιεί από
την αριστερή θεώρηση; Δύο, κυρίως, αλληλένδετα σημεία. Το πρώτο είναι ο τρόπος αντίληψης
της υπάρχουσας κοινωνικής/πολιτικής/οικονομικής συνθήκης και το δεύτερο είναι η
έννοια της επανάστασης.
Μια
σπινοζική διάκριση μεταξύ potentia (δύναμη) και potestas (εξουσία) διατρέχει
τις πρακτικές του, με τον πρώτο όρο να αφορά στα καθημερινά απελευθερωτικά
εγχειρήματα δημιουργικότητας, αυτοκαθορισμού, αυτονομίας και αλληλεγγύης, και
τον δεύτερο να περιγράφει την άσκηση της κυριαρχίας σε κρατικό, κοινωνικό και
ατομικό επίπεδο. Εδώ, οι αιτίες της κρίσης δεν είναι μόνο οικονομικές αλλά
πηγάζουν, πρωτίστως, από τον εκφυλισμό των ανθρωπίνων σχέσεων στο δίπολο
εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου. Η βασική διαφορά της αναρχικής οπτικής έγκειται στον
ευμετάβλητο χαρακτήρα αυτού του δίπολου. Καθένας μπορεί να αποτελεί εκ
περιτροπής, ή ακόμα και ταυτοχρόνως σε διαφορετικές σχέσεις του, τόσο τον
εξουσιαστή όσο και τον εξουσιαζόμενο. Η αναγνώριση της κοινωνίας ως σύνολο και
ποιότητα σχέσεων ξεπερνά τον ντετερμινισμό και την ακαμψία οποιουδήποτε
σχήματος «βάσης-εποικοδομήματος» θέτοντας το ζήτημα του συνεχούς αγώνα και της
άμεσης/αδιαμεσολάβητης δράσης ως πρωτεύον χαρακτηριστικό της χειραφέτησης. Η
ποιοτική κατάσταση των σχέσεων πηγάζει από τις αντίστοιχες θελήσεις των
υποκειμένων, αποτελεί στάση ζωής και απεικόνιση συνειδητών επιλογών.
Γενεσιουργός αιτία της κρίσης, λοιπόν, η σύγκρουση διαφορετικών θελήσεων και η
βίαιη κυριαρχία κάποιων από αυτές στις υπόλοιπες.
Αντίδοτο
στην κρίσιμη παρούσα συνθήκη, η επανάσταση. Όχι μετατεθειμένη σε ένα αόριστο
μέλλον αλλά αλληλένδετη με τους αγώνες του παρελθόντος και του παρόντος. Η
επανάσταση είναι μια διαρκής εξεγερσιακή κατάσταση εξαίρεσης, ένα μεσσιανικό
ρήγμα στο συνεχές του καπιταλιστικού εξελικτισμού. Σε αντίθεση με τον αριστερό/εξουσιαστικό
κομμουνιστικό μεσσιανισμό ο οποίος τοποθετεί τη λύτρωση στο τέλος της
ντετερμινιστικής ιστορικής εξέλιξης, ο αναρχικός/ελευθεριακός μεσσιανισμός
είναι ο ίδιος η ταφόπλακα της εξέλιξης αυτής. Δημιουργεί ρήγματα ελευθερίας τα
οποία υπονομεύουν την τάξη της υπάρχουσας κοινωνικής/οικονομικής/πολιτικής
συνθήκης όχι αιτιοκρατικά αλλά βουλητικά, και που αποτελούν ουσιαστική πρόγευση
– εδώ και τώρα – της γενικευμένης «αταξίας».
Ως
εκ τούτου, τα μέσα που μεταχειρίζεται ο α/ε χώρος δεν θα μπορούσαν να έρχονται
σε αντίθεση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Από τη στιγμή που οι αιτίες της
κρίσης εντοπίζονται στην τυπολογία των ανθρώπινων σχέσεων και που η βουλητική
μεταστοιχείωση των σχέσεων αυτών σημαίνει ταυτόχρονα την κατάργηση της παρούσας
συνθήκης και την ανάδυση απελευθερωτικών χωροχρόνων, είναι τα μέσα που
εξαγιάζουν τον σκοπό, είναι τα μέσα που γίνονται τα ίδια σκοπός.
Δεχόμενοι
όλη την παραπάνω, υποκειμενική φυσικά, ανάλυση μένει να αναρωτηθούμε κατά πόσο
η θεωρία συμβαδίζει με την πράξη. Είναι γεγονός πως η δημιουργία απελευθερωμένων
ζωνών (στέκια, καταλήψεις, συνελεύσεις κλπ) δεν συνεπάγεται αυτόματα την
εξάλειψη του κινδύνου για σεκταρισμό, απομονωτισμό, απαξίωση των υπόλοιπων
κοινωνικών δυνάμεων, συντήρηση εξουσιαστικών σχέσεων – πολλές φορές, κάθε άλλο.
Επίσης, ο φετιχισμός της βίας, που τις τελευταίες δεκαετίες φαίνεται να έχει
αποκτήσει μια πρωτοκαθεδρία στις πρακτικές του «χώρου», σίγουρα πρέπει να
προβληματίσει για το κατά πόσον μπορεί να συμβαδίσει με μια μεταστοιχείωση, από
τη στιγμή που πολύ συχνά βιώνεται ως αυτοσκοπός, επετειακή εκτόνωση ή εύκολη
λύση στην προσπάθεια σαμποταρίσματος της κρατικής μηχανής. Και, εν τέλει, όλα
αυτά δεν βοηθούν στο να δοθεί μια ικανοποιητική απάντηση στις δίκαιες
«χρεώσεις» του α/ε χώρου για πρακτικές και συμπεριφορές «αυθεντίας», όπως αυτές
που πολύ διορατικά και νηφάλια κάνει ο Γκυ Ντεμπόρ στην Κοινωνία του Θεάματος (βλ. π.χ. τις θέσεις 91 & 93).
Ωστόσο, παρ’
όλες τις αντιφάσεις, ως ειδοποιός διαφορά του α/ε χώρου παραμένει η έλλειψη
έτοιμων επαναστατικών συνταγών βασισμένες σε πεφωτισμένα μακροπρόθεσμα σχέδια
που αλλοιώνουν εκ των έσω την επαναστατική διαδικασία. Πιο πρόσφατο και
χαρακτηριστικότερο, ίσως, παράδειγμα αυτού, η σύγκρουση σταλινικών κομμουνιστών
και αναρχικών/ανένταχτων έξω από το κοινοβούλιο στην απεργιακή πορεία της 20
ης
Οκτώβρη 2011. Από τη μία πλευρά, η ηγεμονική/εξουσιαστική στάση του
κομμουνιστικού κόμματος που δηλώνει πως «στην επανάσταση δεν θα σπάσει ούτε ένα
τζάμι» και που παρατάσσει τους «πιστούς» του μπροστά στη βουλή, ουσιαστικά
προστατεύοντάς την, αδυνατώντας να αφουγκραστεί την οργή των χιλιάδων
διαδηλωτών. Από την άλλη, ένα ετερόκλητο πλήθος αναρχικών και ανένταχτων οι
οποίοι αρνούνται να αποδεχτούν το ρόλο του κκε ως νταβατζή του κινήματος,
συνεργάτη της αστυνομίας και προστάτη του κοινοβουλίου. Ο τρίτος πόλος αφορά σε
μία προσκυνημένη αριστερά η οποία εκτός ελαχίστων – αν όχι μίας (ΕΕΚ) –
εξαιρέσεων αδυνατεί να ξεπεράσει το οιδιπόδειο σύμπλεγμα που την κατατρέχει και
συντάσσεται επισήμως στο πλευρό του κκε, αποκαλώντας προβοκάτορες,
αντικομμουνιστές, φασίστες κλπ, όλους όσους αντιμετώπισαν τους σταλινικούς ως
αυτό που οι ίδιοι πρέσβευαν, τουλάχιστον, εκείνη τη μέρα: προστάτες του
συστήματος.
Συνοψίζοντας:
οι αιτίες της οικονομικής κρίσης απέχουν πολύ από το να είναι απλά οικονομικές.
Πηγάζουν από μια κρίση και σύγκρουση σχέσεων, με το δημιουργικό κομμάτι τής potentia να υποχωρεί μπροστά στο
χειραγωγό πρόσωπο της potestas. Το πρόσωπο αυτό θέλει να
παρουσιάζει την παρούσα οικονομική/πολιτική/ κοινωνική συνθήκη ως μια
αναπόφευκτη πραγματικότητα, δυσβάσταχτη μεν αλλά ως τη μόνη ρεαλιστική. Οι
θεωρήσεις της αριστεράς και του α/ε χώρου διαβάζουν το ψευδεπίγραφο αυτής της
«αντικειμενικότητας», ωστόσο, η αριστερά όχι μόνο δεν μπορεί να εντοπίσει, άρα
και να μεταστοιχειώσει, τις πραγματικές αιτίες της κρίσης αλλά και, αγνοώντας
τες, μεταχειρίζεται μέσα που απλά προσιδιάζουν στην άλλη όψη του εξουσιαστικού
νομίσματος και εξοβελίζουν την ουτοπία τόσο χωροχρονικά όσο και ποιοτικά. Ο α/ε
χώρος αντιτάσσει την potentia
του ως το μοναδικό αντίδοτο, οικοδομώντας βολονταριστικές σχέσεις αλληλεγγύης,
αυτοκαθορισμού και ελευθερίας που εκφράζουν την πρόγευση μιας ουτοπίας στο
παρόν, προκαλώντας ταυτόχρονα ρήγματα και ακυρώνοντας στην πράξη την κυρίαρχη
εξουσιαστική συνθήκη. Απομένει να δούμε πώς (και να πράξουμε ώστε) οι
αντιφάσεις μιας α-δέσποτης πολιτικής ζωής μπορούν να εναρμονιστούν, έτσι ώστε
το ελευθεριακό πρόταγμα να «γίνει αυτό που είναι»: υλοποίηση της αυριανής ουτοπίας
στις ρωγμές του σήμερα.